ανήνιος

ανήνιος
(I)
ἀνήνιος, -ον (Α)
1. ο χωρίς δυσφορία, δίχως πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί ανάνιος < αν- στερ. + ανία «δυσφορία, πόνος»].
————————
(II)
ἀνήνιος, -ον (Α) [ηνίον]
ο χωρίς ηνία, αχαλίνωτος, θρασύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνήνιος — unbridled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνήνιον — ἀνήνιος unbridled masc/fem acc sg ἀνήνιος unbridled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”